- πλέοντας
- πλέωsailpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπλέω — (AM διαπλέω) 1. πλέω μέσα από πέλαγος, πορθμό κ.λπ., από τη μία ακτή ώς την απέναντι 2. μτφ. «διαπλέω τον βίον» περνώ τη ζωή μου, διαβιώ αρχ. 1. πλέω σε ή κατά μήκος 2. περνώ (πλέοντας ή κολυμπώντας) μέσα από κάτι … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek
παραγωγιάζω — Α [παραγώγιον] απαιτώ ή εισπράττω λιμενικό φόρο από τα πλοία που διέρχονται από λιμάνι μου («ἀποστῆναι τοῡ παραγωγιάζειν τοὺς πλέοντας εἰς τὸν Πόντον», Πολ.) … Dictionary of Greek
παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… … Dictionary of Greek
ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους … Dictionary of Greek
συμπαραπλέω — Α [παραπλέω] 1. πλέω κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek